APIS — I. APIS Argivorum Rex II. Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia, alio nomine Osiris appellatus, Isidem uxorem duxit; Achaiae regnô Aegialeo fratri concessô in Aegyptum traiecit: ubi cum homines rudes ad mitiotem vitae cultum traduxisset,… … Hofmann J. Lexicon universale
εύφθαρτος — η, ο (ΑΜ εὔφθαρτος, ον) αυτός που φθείρεται εύκολα («ὡς ὀλιγοχρόνιόν ἐστι καὶ λίαν εὔφθαρτον τὸ φῡλον αὐτῶν ὑπομένωσι», Πολ.) αρχ. 1. αυτός που διαφθείρεται εύκολα 2. εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθαρτός (< φθείρω)] … Dictionary of Greek
ολιγοχρόνιος — α, ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, ον, θηλ. και ία) [ολιγόχρονος] αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)… … Dictionary of Greek
σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που … Dictionary of Greek
ψίθιος — και ψύθιος, ον, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψύθιον ὀλιγοχρόνιον» 2. φρ. «ψίθιος οἶνος» στυφό κόκκινο κρασί (Εύβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. πιθ. ανάγεται σε τοπωνύμιο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. psithia / psythium)] … Dictionary of Greek