ὀλιγοχρόνιον

ὀλιγοχρόνιον
ὀλιγοχρόνιος
of short duration
masc acc sg
ὀλιγοχρόνιος
of short duration
neut nom/voc/acc sg
ὀλιγοχρόνιος
of short duration
masc/fem acc sg
ὀλιγοχρόνιος
of short duration
neut nom/voc/acc sg
ὀλιγοχρονέω
take a short time to rise
imperf ind act 3rd pl (doric)
ὀλιγοχρονέω
take a short time to rise
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • APIS — I. APIS Argivorum Rex II. Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia, alio nomine Osiris appellatus, Isidem uxorem duxit; Achaiae regnô Aegialeo fratri concessô in Aegyptum traiecit: ubi cum homines rudes ad mitiotem vitae cultum traduxisset,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εύφθαρτος — η, ο (ΑΜ εὔφθαρτος, ον) αυτός που φθείρεται εύκολα («ὡς ὀλιγοχρόνιόν ἐστι καὶ λίαν εὔφθαρτον τὸ φῡλον αὐτῶν ὑπομένωσι», Πολ.) αρχ. 1. αυτός που διαφθείρεται εύκολα 2. εύπεπτος, ευκολοχώνευτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθαρτός (< φθείρω)] …   Dictionary of Greek

  • ολιγοχρόνιος — α, ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, ον, θηλ. και ία) [ολιγόχρονος] αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ. β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • σωτήριος — α, ο / σωτήριος, ία, ον, ΝΜΑ, και θεσσαλ. τ. σουτείριος Α [σωτήρ, ῆρος] 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει από δυσχερή κατάσταση, κίνδυνο, καταστροφή (α. «σωτήρια η παρέμβαση τών γιατρών» β. «καλοῡμεν αὐγὰς ἡλίου σωτηρίους», Αισχύλ.) 2. αυτός που …   Dictionary of Greek

  • ψίθιος — και ψύθιος, ον, Α 1. (κατά τον Ησύχ.) «ψύθιον ὀλιγοχρόνιον» 2. φρ. «ψίθιος οἶνος» στυφό κόκκινο κρασί (Εύβουλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. πιθ. ανάγεται σε τοπωνύμιο. Τη λ. δανείστηκε η Λατινική (πρβλ. λατ. psithia / psythium)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”